3.28.2024

Η «παραδοσιακότητα» του λευκού




Η «παραδοσιακότητα» του λευκού χρώματος αποτελεί ένα ενδιαφέρον ερευνητικό θέμα που δεν χωρά σε ένα σύντομο άρθρο. Υπάρχουν πολλές, άλλες φορές ταυτιζόμενες και άλλες φορές συγκρουόμενες, απόψεις πολύ γνωστών Ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων, που προσπαθούν να ρίξουν φως σε αυτό το θέμα. 
Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν προβληματιστεί σχετικά με την ευρεία χρήση του λευκού χρώματος στις Κυκλάδες, άλλοι θετικά και άλλοι αρνητικά. 

Ο αρχιτέκτονας και καθηγητής του Ε.Μ.Π. κος Θάνος Στασινόπουλος σημειώνει πως 
«η προπολεμική επιβολή του λευκού ασβέστη από τον Μεταξά είχε ως κίνητρο μάλλον τις επιδημίες εκείνης της εποχής, παρά μια γαλανόλευκη αισθητική σαν αυτή που παρακίνησε η στρατιωτική δικτατορία του 1967 στην απαγόρευση της παραδοσιακής πολυχρωμίας». 
Διαβάζουμε σχετικά σε ένα έγγραφο που διαβίβασε το Τμήμα Διοικητικής Αποκεντρώσεως Νομαρχίας Κυκλάδων προς τα Αστυνομικά Τμήματα, Δημάρχους & Προέδρους Κοινοτήτων Νομού στις 15.6.1972: 
«Μεταξύ των άλλων περιορισμών οίτινες ετέθησαν ως προς την ανοικοδόμησιν, απηγορεύθη και η πολυχρωμία εις το εξωτερικόν των οικιών, ωρίσθη δε ότι κυριαρχούν εξωτερικόν χρώμα των οικιών θα είναι το λευκόν… όπερ άλλωστε αποτελεί ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν των νήσων των Κυκλάδων και εν πολλοίς ενσυνείδητον υποχρέωσιν πάντων των κατοίκων… εις τρόπον ώστε να επιτευχθή ομοιομορφία εναρμονιζομένη πλήρως προς το ιδιάζον χρώμα των νήσων του Κυκλαδικού Συμπλέγματος.»  

Η υποχρεωτική λεύκανση συνεχίστηκε και στις ημέρες μας. Συγκεκριμένα στο ΦΕΚ 504Δ/14.07.1988, «Χαρακτηρισμός οικισμών του Νομού Κυκλάδων ως παραδοσιακών και καθορισμός ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης αυτών», το οποίο περιλαμβάνει και πολλούς οικισμούς της Τήνου, διαβάζουμε: 
«Για τον χρωματισμό των όψεων των κτιρίων χρησιμοποιείται υδρόχρωμα λευκό. Επιτρέπεται η σε μικρή αναλογία πρόσμιξη γαλάζιου χρώματος που δεν αλλοιώνει τον επικρατούντα λευκό χρωματικό τόνο του κτηρίου…». 
Στην ίδια λογική κινείται και η άποψη της αρχιτεκτόνισσας Αγνής Κουβελά-Παναγιωτάκου, για την αισθητική των σύγχρονων νησιώτικων κατοικιών: 
«Με ταχύ ρυθμό αναπαράγεται μια βάρβαρη μονοτονία, στο όνομα μάλιστα της διατήρησης της παράδοσης και κάτω από τη δέσμευση αυστηρών οικοδομικών περιορισμών…» 
Τη δεκαετία του ’30 ο γαλλοελβετός αρχιτέκτονας Le Corbusier, θεωρούσε πως το χρώμα που αρμόζει στους οικισμούς της Μεσογείου είναι το λευκό. Το υποστήριζε αυτό, παρόλο που ο ίδιος έλεγε πως «...το χρώμα είναι η ίδια η έκφραση της ζωής. Ο άνθρωπος που ζει πραγματικά, χρησιμοποιεί χρώματα»

Ο καθηγητής της αρχιτεκτονικής σχολής του Ε.Μ.Π. Τάσης Παπαϊωάννου σημειώνει πως 
«...ο ασβέστης δίνει ένα φωτεινό χρώμα, έχει μια διαφάνεια μοναδική, που προσδίδει βάθος και ποτέ δεν καλύπτει την επιφάνεια του τοίχου ομοιόμορφα. Μοιάζει με ζωγραφική. Ζωγραφίζανε τα σπίτια τους τότε, δεν τα βάφανε...» 
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Αλέξιος Ντε Βαλόν όταν αναφερόταν στους λευκούς οικισμούς της Τήνου, έλεγε: «υπό τον ήλιον απήστραπτον ως αδάμαντες μικροί…»

Ο αρχιτέκτονας και πρωτοπόρος της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής Άρης Κωνσταντινίδης έλεγε, για τα σπίτια των Κυκλάδων 
«…Κι επειδή ο λόγος για τα άσπρα σπίτια, που λαμπυρίζουνε σαν πετράδια, θα ήθελα, σαν σε παρένθεση, να εξηγήσω αυτή τη λευκότητα στην αρχιτεκτονική του νησιού, που πρέπει να το ομολογήσω, άλλοτε μ' ενοχλεί και άλλοτε πάλι... με ενθουσιάζει…». 
Η άποψη του αρχιτέκτονα και καθηγητή του ΕΜΠ Δημήτρη Φιλιππίδη προβαλόμενη στο τοπίο της Σαντορίνης, αλλά αντικατοπτριζόμενη σε όλα τα Κυκλαδονήσια ήταν η εξής: 
«Όταν το Αιγαίο ήταν φίσκα σε πειρατές, οι κάτοικοι των νησιών ήταν σκαρφαλωμένοι σε κάτι αετοράχες, όσο πιο μακριά από τη θάλασσα γίνεται, προστατευμένοι από τείχη, με τα σπίτια σε σειρές, ώστε να μην μπορούν να μπουκάρουν και να τους ληστέψουν. Πολύ λογικά, άφηναν τα σπίτια τους άβαφα, στο χρώμα της πέτρας. Με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους σταμάτησε η πειρατεία, και οι οικισμοί άρχισαν να μεγαλώνουν... Και τότε τα πράγματα άλλαξαν». 
Τα κτίσματα παρέμεναν ανεπίχριστα, αχρωμάτιστα, με στόχο να παραμένουν αθέατα, λόγω του κινδύνου των πειρατικών επιδρομών. Το άσπρισμα ξεκίνησε αρχικά για λόγους υγιεινής και για απολύμανση, μετά την εξάλειψη της πειρατείας στο Αιγαίο. Ξεκίνησε από το εσωτερικό των λαϊκών σπιτιών και επεκτάθηκε στη συνέχεια και στις εξωτερικές επιφάνειες. 

Και συνεχίζει ο Δημήτρης Φιλιππίδης για τις επιρροές στην αρχιτεκτονική μετά την εξάλειψη της πειρατείας στο Αιγαίο: 
«Την εποχή εκείνη άρχισε να επικρατεί ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα. Ήμασταν νέο κράτος, και η πρωτεύουσα χτιζόταν νεοκλασική. Όταν ο Ζάππας έδωσε λεφτά για να γίνουν σχολεία, γέμισε η Ελλάδα με νεοκλασικά σχολεία. Αυτό ήταν ένα πρότυπο πολύ σημαντικό και έντονο. Επηρέασε τα πάντα. Έτσι, και στα νησιά, αυτοί που ήθελαν να φαίνονται ανώτεροι, έχτισαν νεοκλασικά. Μα τα νεοκλασικά σπίτια είχαν χρώμα. Πράγμα που σημαίνει πως ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα έφερε χρώμα. Ώχρες, γαλάζιο, φιστικί, όλα ήταν νεοκλασικισμός.Στα τέλη του 19ου αιώνα, λοιπόν, αυτό ήταν το κυρίαρχο μοντέλο, και επηρέασε τα πάντα. Όπου βλέπεις ξεφτισμένο χρώμα στις Κυκλάδες, πρόκειται είτε για επίδραση από τα νεοκλασικά, είτε από τα προηγούμενα, τα φράγκικα. Θέμα λευκού δεν υπήρχε»
Σήμερα, είναι λιγοστά τα νησιά στα οποία διατηρούνται κτήρια με χρώμα. Κυρίως υπάρχουν σε νησιά που βίωσαν την Ενετοκρατία όπως στη Νάξο, στη Σαντορίνη και στην Τήνο και τα Νεοκλασικά κτήρια στην Ερμούπολη της Σύρου, και στις Χώρες της Άνδρου, της Πάρου, της Νάξου και της Τζιάς. 
Στην Τήνο, συγκεκριμένα, νεοκλασικά κτήρια υπάρχουν, λιγοστά μεν αλλά υπάρχουν, κυρίως στη Χώρα της. Σε κάποια από αυτά, τα νεοκλασσικά μορφολογικά χαρακτηριστικά τους χάνονται ή αλλιώνονται με την πάροδο του χρόνου, με επικρατούσα αιτία την προσομοίωσή τους στην τοπική λαική αρχιτεκτονική και στα «παραδοσιακά» πρότυπα.  


φωτογραφία πριν την διάνοιξη της Λ. Μεγαλόχαρης όπου φαίνεται η παλέτα των χρωμάτων στα νεοκλασικά κτήρια του παραλιακού μετόπου 

φωτογραφία μετά τη διάνοιξη της Λ. Μεγαλόχαρης όπου όλα είναι λευκά 

Στους οικισμούς είναι ελάχιστα, ίσως μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, ίσως πια ερειπωμένα, ίσως μετασκευασμένα. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως κάποια χρονική στιγμή τα κτίσματα των οικισμών, και κυρίως τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα, δεν είχαν επηρεαστεί από τις χρωματικές απόψεις των νεοκλασικών κτιρίων. Έχουν βρεθεί δείγματα χρωματισμένων όψεων σε εγκαταλελειμμένα κτίσματα, σε οικισμούς της Τήνου, όπως στον οικισμό Αγάπη, όπου είναι εμφανείς οι διαφορετικές χρωματικές στρώσεις, της ώχρας, του χονδροκόκκινου του γαλάζιου.  

φωτογραφία από το Αγάπη


φωτογραφία από το Αγάπη

φωτογραφία από το Αγάπη

Το ίδιο συμβαίνει και σε δείγματα από το Κάτω Κλείσμα


                                               Φωτογραφία από το κάτω Κλέισμα

Φωτογραφία από το κάτω Κλέισμα

και από τον Τριαντάρο
Φωτογραφία από τον Τριαντάρο

Στη διαμόρφωση της χρωματικής παλέτας επηρέασε και ο συγχνωτισμός των Τηνίων με κατοίκους ξένων χωρών, λογω των εμπορικών ανταλλαγών και της εργασιακής μετανάστευσή τους. Μετέβαιναν στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στη Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη και δούλευαν ως λιθοξόοι, μαρμαρογλύπτες, επιπλοποιοί, ξυλουργοί, υποδηματοποιοί, μάγειροι, ράπτες κλπ. Οι γυναίκες δούλευαν σε πλουσιόσπιτα ως παραμάνες, καμαριέρες κλπ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή πολλών στοιχείων πολιτισμού μεταξύ τους, από τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, τα ήθη και τα έθιμα, την τέχνη, την παιδεία, την ενδυμασία έως, γιατί όχι, και την αρχιτεκτονική και το χρωματισμό των κτηρίων. Δεν είναι τυχαίο πως η Τήνος ονομάζονταν τότε «Μικρό Παρίσι» και την θεωρούσαν ως Πρωτεύουσα των Κυκλάδων. 

Και συνεχίζει ο Δημήτρης Φιλιππίδης 
«Το θέμα είναι ότι πουθενά δεν υπήρχε καθολική επικράτηση του άσπρου. Αυτό επιβλήθηκε με το ζόρι κάποια στιγμή πολύ αργότερα, όταν θεωρήθηκε πως πρέπει να υπάρχει ομοιομορφία, ένα ενιαίο πρότυπο: Λευκό χρώμα, μπλε πόρτες και καμάρες. Αυτό σερβιρίστηκε παντού. Και αποφασίστηκε για λόγους τουριστικούς. Η εικόνα τον λευκού χρώματος μπορεί να δικαιολογηθεί, όταν χαρακτηρίζει ένα ενιαίο οικισμό». 
Για το χρώμα των κτισμάτων των παραδοσιακών οικισμών συμπληρώνει ο Θάνος Στασινόπουλος 
«Εκεί το λευκό έχει μια ενοποιητική λειτουργία που υπογραμμίζει τη θαυμαστή πλαστικότητα λεπτομερειών και συνόλου» 
Και έτσι είναι 

Κατά τον Δημήτρη Φιλιππίδη 
«Στα μεμονωμένα κτίρια, το άσπρο χρώμα, θέλει μεγάλη προσοχή όπου χρησιμοποιείται. Το άσπρο είναι χρώμα, που δεν αντέχει χωρίς αντίθεση. Ζει με τη σκιά του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το χρώμα στο σπίτι δεν μπαίνει για να καπελώσει, για να πασαλείψει, αλλά για να προβάλει την καλλίγραμμη κατασκευή. Κι αυτό το αισθητικό πλεονέκτημα, το γνώριζαν πολύ καλά στην αρχαιότητα. Ακόμη και πάνω στο άσπρο μάρμαρο χρωμάτιζαν, ζωγράφιζαν. Η λεπτομέρεια, είναι η βάση της αρχιτεκτονικής γραμμής ενός κτιρίου. Έτσι, με το να φτιάχνουμε σπίτια βαμμένα άσπρα, καταλήγουμε να φανερώνονται όλα τα αισθητικά τους μειονεκτήματα. Το άσπρο χρώμα, δεν δίνει, με το «έτσι θέλω», πιστοποιητικό γνησιότητας στην παράδοση των Κυκλάδων. Η ιστορία των σπιτιών του Αιγαίου, ήταν γεμάτη χρώματα, από τον καιρό των Μυκηναϊκών οικημάτων του ακρωτηρίου της Θήρας». 
Η διασαφήνιση των χρωματικών μεταβολών στο χρόνο και η αλληλεπικάθιση των διαδοχικών στρώσεων είναι δύσκολο να αναλυθούν και να στοιχειοθετηθούν, δίχως την επισταμένη μελέτη των κτισμάτων, των συνόλων, των στοιχείων και των δειγμάτων. 
Το μόνο σίγουρο είναι πως η χρωματική παράδοση δεν γεννήθηκε και τελείωσε με το λευκό χρώμα. Η χρωματική πορεία των Κυκλαδίτικων κτισμάτων, ακολουθούσε τις κοινωνικές πολιτικές και οικονομικές γραμμές και, ίσως να ήταν κάπως έτσι: Τα ανεπίχριστα και αχρωμάτιστα, κριμένα, πέτρινα κτίρια αντικατέστησαν οι πολυασβεστωμένες όψεις, κυρίως για λόγους καθαριότητας, παστρικότητας και λιγότερο για ομορφιά και αρχιτεκτονική άποψη. Η αρχιτεκτονική άποψη και η ομορφιά εισήχθησαν μαζί με την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους, και με την εισαγωγή του νεοκλασικισμού και των χρωματικών του προτιμήσεων, σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία και ανοικοδομούμενη χώρα, και έφτασαν στα Κυκλαδονήσια με μια μικρή χρονική καθυστέρηση. Στη συνέχεια για λόγους Εθνικής τόνωσης, ανύψωσης του ηθικού, και για λόγους τουριστικούς «επιβλήθηκε» και υιοθετήθηκε το λευκό ως διατηρητέο γνώρισμα της παράδοσης. 

Το θέμα πάντως δεν είναι το τι θεωρείται παραδοσιακό ή γνήσιο ή επιβεβλημένο ως «παραδοσιακό». Το σημαντικό είναι η αναγνώριση, η οριοθέτηση και η προάσπιση του αυθεντικού, του αυθεντικού κτίσματος, του αυθεντικού πυρήνα του αρχικού, παραδοσιακού, μεσαιωνικού, οικισμού. 

Η στείρα μίμηση μορφών και χρωματισμών, δεν αποτελεί στοιχείο προόδου, ούτε ενοποιεί το νέο με το παλιό. Απλά ενδυναμώνει την κακή αντιγραφή. Ίσως θα ήταν πιο λογική η μερική διαφοροποίηση των νέων κτισμάτων, έξω από τα όρια του αρχικού πυρήνα των οικισμών, αναδεικνύοντας τον, καθιστώντας τον ανεξάρτητο, ιστορικά και αρχιτεκτονικά μοναδικό, προστατεύοντας τα γενεσιουργά, τα πρωταρχικά, τα δομικά, τα μορφολογικά, τα λειτουργικά, τα αισθητικά του στοιχεία από οποιοδήποτε «κακό» και άγονο δανεισμό. 

Και στο κάτω κάτω οι λευκοί οικισμοί αποτελούν πια νησιωτικό αρχιτεκτονικό θέσφατο. Άντεξε ο χρωματισμός αυτός στο χρόνο, αποτέλεσε πρότυπο ζωγράφων και ποιητών, αποτέλεσε τόπο θαυμασμού περιηγητών και αρχιτεκτόνων. Ας δεχτούμε την «παραδοσιακότητά» τους, αλλά ταυτόχρονα ας προστατεύσουμε την όμορφη ύπαιθρο από τα «λευκά σπυριά…» κατά τον Θάνο Στασινόπουλο, προτείνοντας χρωματισμούς και τρόπους δόμησης που εντάσσουν το κτίσμα στο περιβάλλον και το ενοποιούν με το τοπίο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου